Dictionary of Greek. 2013.
υδροσάρκωμα — και υδρόσαρκο, το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει σαρκώδη μάζα και ορώδες υγρό ή αιμάτωμα με ελεύθερους θρόμβους … Dictionary of Greek